ξιφοειδῆ

ξιφοειδῆ
ξιφοειδής
sword-shaped
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ξιφοειδής
sword-shaped
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ξιφοειδής
sword-shaped
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιγάστριο — Το τμήμα της κοιλιάς που εκτείνεται κατακόρυφα από την ξιφοειδή απόφυση του στέρνου έως δύο δάχτυλα πάνω από τον ομφαλό. Το μεσαίο μέρος του τμήματος αυτού είναι το κυρίως ε. Τα μέρη που βρίσκονται δεξιά και αριστερά από αυτό ονομάζονται… …   Dictionary of Greek

  • φασγάνιον — τὸ, ΜΑ [φάσγανον] είδος φυτού με ξιφοειδή φύλλα, φάσγανο …   Dictionary of Greek

  • ξιφοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που μοιάζει με ξίφος: Φύλλα ξιφοειδή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”